κλεΐζω

κλεΐζω

κλεΐζω, = κλείω, κλέω, rühm en; fut. κλεΐξειν, Pind. Ol. 1, 110, Hsn. 6, 571; altatt. κλῄζω; φάτις ἐκλῄζετο Aesch. Ag. 617; ϑανὼν δὲ κλῄζεται καϑ' Ἑλλάδα Eur. Hel. 132; Φωκὶς μὲν ἡ γῆ κλῃζεται, sie wird so genannt (vgl. εὔχομαι), Soph. O. R. 726; σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει 48, vgl. 1438; oft Eur.; einzeln auch in Prosa, Tim. Locr. 100 d; ὃ κλῄζεται πεδίον ἀληϑείας Plat. Ax. 371 b; οἱ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κληΐζονται Xen. Cyr. 1, 2, 1; dazu fut. κλῄσω, H. h. 31, 18, τὴν Διὸς κόραν κλῄσωμεν Ἄρτεμιν Eur. I. A. 1521; κλῇσον τὴν πόλιν Ar. Av. 950; κεκλῃσμένος Eur. Ion 286, v. l. κεκλημένος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεΐζω — κλεΐζω (AM) βλ. κλήζω (Ι) …   Dictionary of Greek

  • κλείζω — κλῄζω 1 make famous pres subj act 1st sg (doric) κλῄζω 1 make famous pres ind act 1st sg (doric) κλεΐζω , κλῄζω 1 make famous pres subj act 1st sg (doric) κλεΐζω , κλῄζω 1 make famous pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήζω — (I) κλῄζω (AM, Μ και Α ιων. τ. κληΐζω, Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω) καλώ, ονομάζω (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», Σοφ. β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω κάποιον διάσημο, φημίζω, δοξάζω, εγκωμιάζω με ύμνους («κλῆσον …   Dictionary of Greek

  • κλέισμα — κλέισμα, τὸ (Μ) [κλεΐζω] φήμη, δόξα …   Dictionary of Greek

  • κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κλεϊσμός — κλεϊσμός, ὁ (Μ) [κλεΐζω] ονομασία, όνομα, προσηγορία …   Dictionary of Greek

  • κλεϊστός — κλεϊστός, ή, όν (Α) [κλεΐζω] φημισμένος, ξακουστός, ένδοξος …   Dictionary of Greek

  • παγκλέιστος — παγκλέϊστος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει όλες τις δόξες, πολύ ένδοξος, πανένδοξος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκλέϊστον η ιδιότητα τού παγκλέϊστου («τὸ παγκλέϊστον τῆς τῶν Ῥωμαίων βασιλείας», Νικ. Χωνιάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλεϊστός (< κλεΐζω)] …   Dictionary of Greek

  • περικλέϊστος — ον, Μ περικλεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεϊστός «ένδοξος» (< κλεΐζω < κλέος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”