κοινεῖον

κοινεῖον

κοινεῖον, τό, gemeinsamer Ort, Versammlungsort, bes. Hurenhaus, VLL.; Hesych. auch κοινίον, τό.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοινείον — κοινεῑον, τὸ (Α) [κοινός] 1. κοινός χώρος συγκεντρώσεων 2. εταιρεία, σύνδεσμος 3. πορνείο, χαμαιτυπείο 4. κοινό ταμείο …   Dictionary of Greek

  • κοινεῖον — common hall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”