- κοινεών
κοινεών, ῶνος, ὁ, = κοινωνός, zw., s. Herm. zu Eur. Herc. Fur. 320.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινεών, ῶνος, ὁ, = κοινωνός, zw., s. Herm. zu Eur. Herc. Fur. 320.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινεών — κοινεών, ὁ (Α) ο κοινωνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιν άνων (< κοινός + κατάλ. ᾱων, πρβλ. διδυμ άων, ξυν άων). Η κατάλ. εών είναι η ιωνική αττική μορφή τής ομηρικής ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή ᾱν (πρβλ. κοιν άν) και στην… … Dictionary of Greek
κοινεών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινεῶν' — κοινεῶνα , κοινεών masc acc sg κοινεῶνι , κοινεών masc dat sg κοινεῶνε , κοινεών masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κοινών — κοινών, ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, ᾱνος (Α) 1. κοινωνός* 2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών] … Dictionary of Greek