- κοιμιστής
κοιμιστής, ὁ, der in den Schlaf Bringende, λύχνος Asclpds. 9 (XII, 50).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιμιστής, ὁ, der in den Schlaf Bringende, λύχνος Asclpds. 9 (XII, 50).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιμιστής — και δωρ. τ. κοιμιστάς, ὁ (Α) [κοιμίζω] αυτός που αποκοιμίζει κάποιον … Dictionary of Greek
κοιμιστάν — κοιμιστά̱ν , κοιμιστής one who puts to bed masc acc sg (epic doric aeolic) κοιμιστής one who puts to bed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… … Dictionary of Greek