- κοιμιστικός
κοιμιστικός, einschläfernd, Schol. Il. 3, 382.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιμιστικός, einschläfernd, Schol. Il. 3, 382.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιμιστικός — ή, ό (Α κοιμιστικός, ή, όν) [κοιμίζω] αυτός που προκαλεί ύπνο, αυτός που κάνει κάποιον να κοιμηθεί, υπνωτικός («κοιμιστικό φάρμακο») … Dictionary of Greek
κοιμιστικῷ — κοιμιστικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… … Dictionary of Greek