κοκκίον

κοκκίον

κοκκίον, τό, dim. von κόκκος, bei den Aerzten, Pillen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοκκίον — pill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκία — κοκκίον pill neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκίοις — κοκκίον pill neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκίου — κοκκίον pill neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκίων — κοκκίον pill neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκίο — το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος] πολύ μικρός κόκκος νεοελλ. συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία μικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρου μσν. 1. κουκί 2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα 3. κύβος, ζάρι αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • κοκκίωμα — το ιατρ. ογκοειδής σχηματισμός από φλεγμονώδη κύτταρα, λ.χ. ιστιοκύτταρα ή λεμφοπλασματοκύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. granuloma. Η λ. είναι απόδοση ως προς το θέμα της (granulo < granule «κοκκίον, μικρός κόκκος»… …   Dictionary of Greek

  • κοκκίωση — η ανατ. η παρουσία εγκλείστων, υπό μορφή κόκκων, στο κυτταρόπλασμα ορισμένων λευκών αιμοσφαιρίων, τών κοκκιοκυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκίον. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. granulation] …   Dictionary of Greek

  • κουκί — και κουκκί, το (Μ κουκίον και κουκίν) 1. ο καρπός τού φυτού κύαμος, τής κουκιάς 2. κόκκος, σπυρί, κουκούτσι νεοελλ. 1. (σκωπτικά) στον πληθ. τα κουκιά οι ψήφοι ή οι ψηφοφόροι 2. φρ. «κουκιά μετρημένα» λέγεται για πράγματα που μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”