κοκκινίζω

κοκκινίζω

κοκκινίζω, scharlachroth sein, Schol. Opp. Hal. 3, 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοκκινίζω — κοκκινίζω, κοκκίνισα, κοκκινισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοκκινίζω — (AM κοκκινίζω) [κόκκινος] παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό») νεοελλ. (στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινίζω — κοκκίνισα, κοκκινισμένος 1. βάφω κάτι κόκκινο: Το αίμα κοκκίνισε την άσφαλτο. 2. γίνομαι κόκκινος, ντρέπομαι: Κοκκίνισε από την ντροπή του. 3. ωριμάζω: Οι ντομάτες άρχισαν να κοκκινίζουν. 4. τσιγαρίζω: Κοκκινίζω το κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκκινίσει — κοκκινίζω to be scarlet aor subj act 3rd sg (epic) κοκκινίζω to be scarlet fut ind mid 2nd sg κοκκινίζω to be scarlet fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναψοκοκκινίζω — κοκκινίζω από έξαψη, εξάπτομαι και κοκκινίζω …   Dictionary of Greek

  • κοκκινίζει — κοκκινίζω to be scarlet pres ind mp 2nd sg κοκκινίζω to be scarlet pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκινίζουσιν — κοκκινίζω to be scarlet pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κοκκινίζω to be scarlet pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκινίζουσαι — κοκκινίζω to be scarlet pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκίνισον — κοκκινίζω to be scarlet aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκοκκίνισαν — κοκκινίζω to be scarlet aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφοινίσσω — ἐκφοινίσσω (Α) 1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι 2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι κοκκινίζω, ερυθραίνω 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”