κοκκινοβαφής

κοκκινοβαφής

κοκκινοβαφής, ές, scharlachroth gefärbt; Ath. V, 196 b; bei Schol. pind. Ol. 6, 66 κοκκινόβαφος


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοκκινοβαφής — ές (AM κοκκινοβαφής, ές) ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κοκκινοβαμμένος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. λευκο βαφής, χρυσο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινοβαφῆ — κοκκινοβαφής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοκκινοβαφής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοκκινοβαφής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκινοβαφεῖ — κοκκινοβαφής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κοκκινοβαφής masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκινοβαφές — κοκκινοβαφής masc/fem voc sg κοκκινοβαφής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκινόβαφος — κοκκινόβαφος, ον (AM) κοκκινοβαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κοκκινοβαφής, κατά τα επίθ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • κοκκοβαφής — κοκκοβαφής, ές (AM) κοκκινοβαφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • Αμπελάκια — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 434 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις ΒΔ πλαγιές της Όσσας και αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας Ιστορία.Η ανάγνωση επιγραφών βεβαιώνει πως τα Α. υπήρχαν τον 16ο αι.· σε αυτή την εποχή φαίνεται να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”