κοινωμάτιον

κοινωμάτιον

κοινωμάτιον, τό, dim. zum Vorigen, Band, Mathem. vett.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοινωματίοις — κοινωμάτιον band neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωμάτιο — το (Α κοινωμάτιον) νεοελλ. είδος αμφικέφαλου ήλου για μόνιμη ήλωση μεταλλικών ελασμάτων, κν. περτσίνι αρχ. σιδερένιος αρμός, δεσμός, σύνδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίνωμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”