- κοινωνητικός
κοινωνητικός, = κοινωνικός, v. l. bei Pol. 2, 41, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινωνητικός, = κοινωνικός, v. l. bei Pol. 2, 41, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινωνητικός — και δωρ. τ. κοινωνατικός, ή, όν (Α) [κοινωνώ] 1. δ. γρφ. αντί κοινωνικός* 2. (ο δωρ. τ.) α) γενναιόδωρος β) ελευθέριος … Dictionary of Greek
κοινωνητικός — social science masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνητικόν — κοινωνητικός social science masc acc sg κοινωνητικός social science neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνητικῆς — κοινωνητικός social science fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνατικός — κοινωνατικός, ή, όν (Α) (δωρ. τ.) βλ. κοινωνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινωνητικός] … Dictionary of Greek