- κλιντήριον
κλιντήριον, τό, dim. von κλιντήρ, Ar. bei Poll. 10, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλιντήριον, τό, dim. von κλιντήρ, Ar. bei Poll. 10, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλιντήριον — κλιντήριον, τὸ (Α) [κλιντήρ] υποκορ. τού κλιντήρ* … Dictionary of Greek
κλιντήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντηρίου — κλιντήριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντηρίων — κλιντήριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντήρια — κλιντήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντηρίσκος — κλιντηρίσκος, ὁ (Α) κλιντήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλιντήρ + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αστερ ίσκος, νεαν ίσκος)] … Dictionary of Greek