κλιντήρ

κλιντήρ

κλιντήρ, ῆρος, ὁ, Lehnstuhl oder Ruhebett; Od. 18, 189 εὗδε δ' ἀνακλινϑεῖσα' λύϑεν δέ οἱ ἅψεα πάντα αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι; Sp., wie Theocr. 2, 86; Luc. Conv. 44; B. A. 272, 19. – Auch νεκροδόκος, die Bahre, Antiphil. 35 (VII, 634).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλιντήρ — couch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντήρ — ο (AM κλιντήρ, ῆρος) το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων» …   Dictionary of Greek

  • κλιντῆρα — κλιντήρ couch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρας — κλιντήρ couch masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρες — κλιντήρ couch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρι — κλιντήρ couch masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρος — κλιντήρ couch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντῆρσιν — κλιντήρ couch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντήρων — κλιντήρ couch masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιντήριον — κλιντήριον, τὸ (Α) [κλιντήρ] υποκορ. τού κλιντήρ* …   Dictionary of Greek

  • κλιντηρία — κλιντηρία, ἡ (Μ) [κλιντήρ] είδος καθίσματος, κλιντήρ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”