κοκύαι

κοκύαι

κοκύαι, οἱ, die Vorfahren, Zon. 5 (IX, 312), nach VLL. οἱ πρόγονοι, wird auf κυέω zurückgeführt; nach E. M. ionisch, σημαίνει δὲ τοὺς ἤδη κεκυμμένους (?). Bei Suid. aus cinem Dichter auch αἱ κ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοκύαι — ancestors masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκύα — κοκύαι και μτγν. γρφ. κοκκύαι, οἱ (Α) οἱ πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. κοκκύαι (με 2 κ) οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό] …   Dictionary of Greek

  • κοκύῃσι — κοκύαι ancestors masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκύας — κοκκύας, ὁ (Α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «κοκκύας ὁ πρόγονος ἔστι δὲ ἰωνικὴ ἡ λέξις σημαίνει δὲ τοὺς ἤδη κεκομμένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοκύαι] …   Dictionary of Greek

  • κοκύας — κοκύᾱς , κοκύαι ancestors masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”