- γλεύκη
γλεύκη, ἡ, = γλυκύτης, Schol. Nic. Al. 171.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλεύκη, ἡ, = γλυκύτης, Schol. Nic. Al. 171.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλεύκη — γλεύκη, η (Α) η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γλευκ (πρβλ. γλεύκος)] … Dictionary of Greek
γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… … Dictionary of Greek
μαλτόζη — Κρυσταλλικός δισακχαρίτης, που σχηματίζεται από την ατελή υδρόλυση του αμύλου. Αποτελείται από δύο μόρια D γλυκοπυρανόζης ενωμένα μεταξύ τους με έναν 1,4 β γλυκοσιδικό δεσμό. Ο χημικός του τύπος είναι C12H22O11, ο οποίος, αν και μοιάζει με αυτόν… … Dictionary of Greek