- κλεψί-γαμος
κλεψί-γαμος, Liebesgenuß stehlend, d. i. ehebrecherisch, buhlerisch, Sp., wie Nonn. D. 8, 60, Κρονίδης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεψί-γαμος, Liebesgenuß stehlend, d. i. ehebrecherisch, buhlerisch, Sp., wie Nonn. D. 8, 60, Κρονίδης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθρόγαμος — η, ο 1. αυτός που συνάπτει κρυφό ή παράνομο γάμο 2. μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + γάμος (πρβλ. κλεψί γαμος, οψί γαμος)] … Dictionary of Greek
κλεψίγαμος — η, ο (AM κλεψίγαμος, ον) αυτός που έχει παράνομες σαρκικές σχέσεις, μοιχός νεοελλ. (για παιδιά) αυτός που γεννήθηκε από κλεψιγαμία αρχ. αυτός που γίνεται κατά την κλεψιγαμία («κλεψίγαμοί τε φθοραί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + γαμος… … Dictionary of Greek