- κλεψί-νυμφος
κλεψί-νυμφος, heimlich heirathend, ehebrecherisch, Lycophr. 1116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεψί-νυμφος, heimlich heirathend, ehebrecherisch, Lycophr. 1116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεψίνυμφος — κλεψίνυμφος, ον (Α) κλεψίγαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek