κλεψί-φρων

κλεψί-φρων

κλεψί-φρων, ονος, = κλεψίνοος; H. h. Herc. 413; Man. 1, 93.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φθισίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (< φθίνω + φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί φρων. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθει σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τού… …   Dictionary of Greek

  • κλεψίφρων — κλεψίφρων, ον (Α) 1. αυτός που προσποιείται άγνοια 2. κλεψίνους*, απατηλός, δολερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + φρων (< φρήν), πρβλ. δαμασί φρων, λυσί φρων. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”