κλεψιμαῖος

κλεψιμαῖος

κλεψιμαῖος, = κλοπιμαῖος, gestohlen, Tobias 2, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεψιμαίος — α, ο και κλεψιμιός, ά, ό (AM κλεψιμαίος, αία, ον, Μ και κλεψίμιος, ία, ον και κλεψιμίος, α, ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος νεοελλ. μσν. 1. κρυφός, απαγορευμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και… …   Dictionary of Greek

  • κλεψιμαίως — κλεψιμαῖος stolen adverbial κλεψιμαῖος stolen masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεψιμαίῳ — κλεψιμαῖος stolen masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • κλεψίμι — το το πράγμα που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίο, κλεψιμαίικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κλεψιμαῖος (πρβλ. αγρίμι < αγριμαίος)] …   Dictionary of Greek

  • κλεψιμαίικος — η, ο [κλεψιμαίος] 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος 2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα κλεψιμαίικα τα πράγματα που προέρχονται από κλοπή, τα κλεψιμιά …   Dictionary of Greek

  • κλεψιμιός — ά, ό (Μ κλεψιμιός, ιά, ό[ν] και κλεψίμιος, ία, ο[ν] και κλεψιμίος, ία, ίον) βλ. κλεψιμαίος …   Dictionary of Greek

  • ԳՈՂՈՒՆԻ — (նւոյ, նեաց կամ նէից.) NBH 1 0568 Chronological Sequence: Early classical ա. κλεψιμαῖος furtivus, furto ablatus եւ իբր գ. κλοπή furtum Գողութեամբ ʼի ձեռս բերեալ. գաղտ բարձեալ. *Միթէ գողունի՞ է. ոչ են ինձ օրէն ուտել զգողունի. Տոբ. ՟Բ. 21: *Ջուր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”