κλεψι-φάγος

κλεψι-φάγος

κλεψι-φάγος, heimlich essend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεψιφάγος — κλεψιφάγος, ον (Μ) αυτός που τρώγει κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + φάγος < θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”