κλεψι-τόκος

κλεψι-τόκος

κλεψι-τόκος, heimlich gebärend, od. das Geborene entwendend, Rhea, Opp. Cyn. 3, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεψιτόκος — κλεψιτόκος, ον (Α) (για γυναίκα και κυρίως ως επίθ. τής Ρέας) αυτή που γεννά κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ονειρο τόκος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”