- γλαυκό-χρως
γλαυκό-χρως, οος, ἐλαία, bläulich an Farbe, Pind. Ol. 3, 13; Sp. von Augen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαυκό-χρως, οος, ἐλαία, bläulich an Farbe, Pind. Ol. 3, 13; Sp. von Augen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαυκόχροος — γλαυκόχροος, ο, η (Α) αυτός που έχει γλαυκό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + χροος < χρως «χρώμα»] … Dictionary of Greek
οστρακόχρους — ὀστρακόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. γλαυκό χρους] … Dictionary of Greek