γλαυκ-όφθαλμος

γλαυκ-όφθαλμος

γλαυκ-όφθαλμος, blauäugig, Diose.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυκόφθαλμος — λυκόφθαλμος, ἡ (Α) είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ὀφθαλμός (πρβλ. γλαυκ όφθαλμος, μεγαλ όφθαλμος)] …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • Adagia — Erasmus von Rotterdam Die Adagia (lateinisch: Collectanea adagiorum) sind eine Sammlung und Kommentierung antiker Sprichworte, Redewendungen und Redensarten des Humanisten Erasmus von Rotterdam. Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • λιθώπης — λιθώπης, ες, θηλ. και λιθώπις, ιδος (Α) 1. ο διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους 2. το θηλ. ἡ λιθῶπις αυτή που απολιθώνει με το βλέμμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ώπης, χαριτ ώπης] …   Dictionary of Greek

  • λυσσώπις — λυσσῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρ ώπις, γλαυκ ώπις] …   Dictionary of Greek

  • μελανόμματος — μελανόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκ όμματος, μαλακ όμματος)] …   Dictionary of Greek

  • μελανώπις — μελανῶπις, ιδος, ἡ (Α) ως επίθ. αυτή που έχει μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ώπις] …   Dictionary of Greek

  • ταναώπις — ώπιδος, ἡ, Α αυτή που βλέπει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ῶπις (αντί *ταναο ῶπις, με σίγηση τού ο , πρβλ. τανα ήκης) < ταναός* «επιμήκης, μακρός» + ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ῶπις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”