πρῖνος — holm oak masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρίνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίνος — Όνομα 3 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (58 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Καλύβες (υψόμ. 40 μ.), Μικρός Πρίνος (υψόμ. 330 μ.), Νέος Πρίνος… … Dictionary of Greek
Μεγάλος Πρίνος — Οικισμός (30 κάτ.) της Θάσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θάσου του νομού Καβάλας … Dictionary of Greek
Μικρός Πρίνος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., 21 κάτ.) της Θάσου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στις δυτικές πλαγιές του όρους Υψαρίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θάσου του νομού Καβάλας … Dictionary of Greek
Νέος Πρίνος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας … Dictionary of Greek
πρῖνοι — πρῖνος holm oak masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῖνον — πρῖνος holm oak masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρίνοιο — Πρίνος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρίνοις — Πρίνος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρίνου — Πρίνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)