- πρῑνών
πρῑνών, ῶνος, ὁ, ein mit πρῖνος bewachsener Ort (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρῑνών, ῶνος, ὁ, ein mit πρῖνος bewachsener Ort (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πρίνων — Πρίνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίνων — πρί̱νων , πρῖνος holm oak masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίνινος — ίνη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από πρίνο, πουρναρένιος 2. μτφ. δυνατός και τραχύς, όπως ο πρίνος («Ἀχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες, πρίνινοι», Αριστοφ.) 3. φρ. «μύκητες πρίνινοι» μανιτάρια που φύονται στις ρίζες τών πρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος +… … Dictionary of Greek
πρινώνας — ο / πρινών και πρινεών, ῶνος, ΝΑ τόπος κατάφυτος από πρίνους, δάσος από πουρνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + κατάλ. ών / ώνας (πρβλ. ελαι ών[ας])] … Dictionary of Greek