- γλωττικός
γλωττικός, zur Zunge gehörig, κέντρον Arist. part. anim. 4, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωττικός, zur Zunge gehörig, κέντρον Arist. part. anim. 4, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωττικός — ή, όν (Α) βλ. γλωσσικός … Dictionary of Greek
γλωττικόν — γλωττικός of the tongue masc acc sg γλωττικός of the tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσικός — ή, ό (Α γλωττικός, ή, όν) ο σχετικός με τη γλώσσα (το όργανο τού στόματος) νεοελλ. ο σχετικός με τη γλώσσα, ως μέσο συνεννοήσεως … Dictionary of Greek