- γλωττισμός
γλωττισμός, ὁ, dasselbe, Philodem. 21 (V, 132).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωττισμός, ὁ, dasselbe, Philodem. 21 (V, 132).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωττισμῶν — γλωττισμός lascivious kiss masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώττισμα — γλώττισμα, το και γλωττισμός, ο (Α) [γλωττίζω] ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα … Dictionary of Greek