κοχλιώδης

κοχλιώδης

κοχλιώδης, ες, = κοχλιοειδἡς; vom Ohre, Plut. plac. philos. 4, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοχλιώδης — ες (Α κοχλιώδης, ῶδες) κοχλιοειδής, ελικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπία — (xylopia). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ανονιδών, με περίπου 60 είδη που ζουν στις τροπικές ζώνες του κόσμου. Οι ξ. είναι δέντρα ή θάμνοι αειθαλείς, με φύλλα ακέραια και επαλλάσσοντα. Τα άνθη του μασχαλιαία, μονήρη ή κατά δέσμες με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”