- κοχλιώρυχον
κοχλιώρυχον, τό, = κοχλιάριον, Poll. 6, 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχλιώρυχον, τό, = κοχλιάριον, Poll. 6, 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχλιώρυχον — κοχλιώρυχον, τὸ (Α) κοχλιώρυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κοχλιώρυξ*] … Dictionary of Greek
κοχλιώρυχον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλιωρύχοις — κοχλιώρυχον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)