κλυδάζομαι

κλυδάζομαι

κλυδάζομαι, = κλυδωνίζομαι, Hippocr., Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλυδάζομαι — (Α) κλυδωνίζομαι* («κατὰ τοῡτο γὰρ πύον ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ σῶμα, κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδων. Η αιτ. κλύδα ενός υποτιθέμενου ουσ. *κλυς, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα… …   Dictionary of Greek

  • κλυδαζόμενον — κλυδάζομαι fluctuate pres part mp masc acc sg κλυδάζομαι fluctuate pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδαζομένης — κλυδάζομαι fluctuate pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδαζομένου — κλυδάζομαι fluctuate pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδάζεται — κλυδάζομαι fluctuate pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδάζηται — κλυδάζομαι fluctuate pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκλυδασμένον — σύν κλυδάζομαι fluctuate perf part mp masc acc sg σύν κλυδάζομαι fluctuate perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδάττομαι — (Α) κλυδωνίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κλυδάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • κλυδασμός — ο (AM κλυδασμός) [κλυδάζομαι] 1. κλυδωνισμός* 2. ιατρ. κυματοειδής κίνηση τού υγρού που υπάρχει σε μια φυσιολογική ή παθολογική κοιλότητα τού σώματος και είναι αισθητή κατά την ψηλάφηση 3. ναυτ. ακανόνιστος κυματισμός τής θάλασσας ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • κλύδαξις — κλύδαξις, ἡ (Α) [κλυδάζομαι] ανακίνηση στομάχου, στομαχική διαταραχή …   Dictionary of Greek

  • κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”