κλυδάττομαι, = κλυδάζομαι, D. L. 5, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυδάττομαι — (Α) κλυδωνίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κλυδάζομαι] … Dictionary of Greek