γλυκύ-καρπος

γλυκύ-καρπος

γλυκύ-καρπος, mit süßer Frucht, ἄμπελος Theocr. 11, 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδύκαρπος — ἡδύκαρπος, ον (Α) αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύ καρπος, ξηρό καρπος] …   Dictionary of Greek

  • μελίμηλον — μελίμηλον, τὸ (ΑM) μσν. γλυκό μήλο, καρπός μηλιάς που έχει εμβολιαστεί σε κυδωνιά αρχ. 1. είδος πρώιμης απιδιάς και ο καρπός της 2. ηδύποτο που παρασκευαζόταν από καρπούς απιδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + μῆλον (πρβλ. γλυκύ μηλον, κιτρό μηλον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”