- γλυκύ-κρεως
γλυκύ-κρεως, ων, süßfleischig, γλυκύκρεον Sophron bei Ath. III, 86 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκύ-κρεως, ων, süßfleischig, γλυκύκρεον Sophron bei Ath. III, 86 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκρεος — ον / πολύκρεως, ων, ΜΑ αυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν. β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρεος / κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύ κρεος, ηδύ κρεως] … Dictionary of Greek