- γλυκυ-ηχής
γλυκυ-ηχής, Μύρτις, süß tönend, Ant. Th. 23 (IX, 26).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκυ-ηχής, Μύρτις, süß tönend, Ant. Th. 23 (IX, 26).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοηχής — κακοηχής, ές (Α) αυτός που έχει κακό, δυσάρεστο ήχο, κακόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ ηχής, πολυ ηχής] … Dictionary of Greek
λιγυηχής — λιγυηχής, ποιητ. τ. λιγυαχής, ές (Α) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ ηχής, οξυ ηχής] … Dictionary of Greek