- γλυκυ-δερκής
γλυκυ-δερκής, ές, süß blickend, Or. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκυ-δερκής, ές, süß blickend, Or. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδερκής — εὐδερκής, ές (Α) 1. αυτός που βλέπει καλά 2. αυτός που έχει λαμπρούς οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω») πρβλ. γλυκυ δερκής, οξυ δερκής)] … Dictionary of Greek