- κουρίξ
κουρίξ, bei der Schur, bei den Haaren; ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ Od. 22, 108, wie Ap. Rh. 4, 18, wo der Schol. κατὰ κόῤῥης, κατὰ κεφαλῆς erkl. Eine andere Erkl. der Alten s. unter κουρικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρίξ, bei der Schur, bei den Haaren; ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ Od. 22, 108, wie Ap. Rh. 4, 18, wo der Schol. κατὰ κόῤῥης, κατὰ κεφαλῆς erkl. Eine andere Erkl. der Alten s. unter κουρικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρίξ — (Α) επίρρ. 1. από την κόμη, από τα μαλλιά («ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ», Ομ. Οδ.) 2. νεανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επιρρμ. κατάλ. ίξ (πρβλ. επιμ ίξ)] … Dictionary of Greek
κουρίξ — by the hair indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- — (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… … Proto-Indo-European etymological dictionary