κουρίς

κουρίς

κουρίς, ίδος, ἡ, 1) das Scheermesser, die Scheere zur Schaafschur; B. A. 47; E. M. 534, 9. – 2) = κομμώτρια, Sp., die E. Mp. 528, 4 auch κούρισσα heißt; Titel eines Stücks des Antiphan., s. Ath. III, 120 a; auch bei anderen com. – 3) Bei Sophron = καρίς, Ath. III, 106 e; vgl. κωρίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κουρίς — κουρίς, δωρ. τ. κωρίς, ίδος, ἡ (Α) [κουρά] 1. ξυράφι 2. κομμώτρια 3. ως κύρ. όν. Κουρίς τίτλος δραμάτων τών κωμικών Αντιφάνους, Αλέξιδος και Άμφιδος 4. δωρ. τ. τού καρίς 5. φρ. «κουρίδες μάχαιραι» τα ψαλίδια με τα οποία γίνεται το κούρεμα τών… …   Dictionary of Greek

  • κουρίς — shrimp (Crangon fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίδα — κουρίς shrimp (Crangon fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίδας — κουρίς shrimp (Crangon fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίδες — κουρίς shrimp (Crangon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίδι — κουρίς shrimp (Crangon fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίδος — κουρίς shrimp (Crangon fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίδων — κουρίς shrimp (Crangon fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρίς — και δωρ. τ. κουρίς ή κωρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. μορφή τού κάραβος «καραβίδα», οπότε οι τ. κωρίς και κουρίς μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. σύνδεση με …   Dictionary of Greek

  • κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • πρασοκουρίς — ίδος, ἡ, Α είδος βλαβερού εντόμου που τρώει τα πράσα, ο κρεμμυδοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κουρίς (< κουρά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”