- γλυπτός
γλυπτός, in Stein, Erz, Holz gegraben, geschnitzt, Posidip. 7 (V, 194); LXX.; λίϑος, zum Behauen tauglich, Theophr. de lapid. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυπτός, in Stein, Erz, Holz gegraben, geschnitzt, Posidip. 7 (V, 194); LXX.; λίϑος, zum Behauen tauglich, Theophr. de lapid. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυπτός — fit for carving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτός — ή, ό (AM γλυπτός, ή, όν) [γλύφω] 1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός 2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής μσν. τορνευτός, καλοφτιαγμένος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά τα λατομεία … Dictionary of Greek
γλυπτός, -ή — ό 1. ο σκαλισμένος, ο λαξευμένος: Γλυπτός διάκοσμος. 2. το ουδ. ως ουσ., γλυπτό έργο γλυπτικής: Τα γλυπτά του Παρθενώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυπτά — γλυπτός fit for carving neut nom/voc/acc pl γλυπτά̱ , γλυπτός fit for carving fem nom/voc/acc dual γλυπτά̱ , γλυπτός fit for carving fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτόν — γλυπτός fit for carving masc acc sg γλυπτός fit for carving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῖς — γλυπτός fit for carving masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῖσι — γλυπτός fit for carving masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοί — γλυπτός fit for carving masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῦ — γλυπτός fit for carving masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτούς — γλυπτός fit for carving masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτῆς — γλυπτός fit for carving fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)