- κητῷος
κητῷος, od. κητῶος, = κήτειος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κητῷος, od. κητῶος, = κήτειος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κητώος — κητῷος, ώα, ον (ΑΜ) [κήτος] αυτός που ανήκει σε κήτος μσν. κητώδης* … Dictionary of Greek
κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… … Dictionary of Greek