- ζητημάτιον
ζητημάτιον, τό, kleine Untersuchung, Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζητημάτιον, τό, kleine Untersuchung, Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζητημάτιον — ζητημάτιον, το (Α) [ζήτημα] μικρό φιλολογικό ή φιλοσοφικό ζήτημα … Dictionary of Greek
ζητημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητηματίῳ — ζητημάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητημάτια — ζητημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)