ζητητικός

ζητητικός

ζητητικός, zum Untersuchen geneigt, περί τι, Plat. Rep. VII, 528 b; πραγμάτων Axioch. 366 b; Sp.; οἱ ζητητικοί, Philosophen, bes. Skeptiker; ihre Philosophie ἡ ζητητική, D. L. 9, 8; Sext. Emp. Pyrrh. 1, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζητητικός — disposed to search masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικός — ή, ό (AM ζητητικός, ή, όν) [ζητητής] 1. αυτός που έχει τάση για πνευματικές έρευνες 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ζητητικοί οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι 3. το θηλ. η ζητητική το φιλοσοφικό σύστημα τών ζητητικών, η Σκεπτική φιλοσοφία αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • ζητητικός — ή, ό αυτός που έχει την τάση να ερευνά την αλήθεια: Ζητητικοί φιλόσοφοι (οι σκεπτικοί) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητητικά — ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc pl ζητητικά̱ , ζητητικός disposed to search fem nom/voc/acc dual ζητητικά̱ , ζητητικός disposed to search fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικώτερον — ζητητικός disposed to search adverbial comp ζητητικός disposed to search masc acc comp sg ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικῶν — ζητητικός disposed to search fem gen pl ζητητικός disposed to search masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικόν — ζητητικός disposed to search masc acc sg ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικαί — ζητητικός disposed to search fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικοῖς — ζητητικός disposed to search masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικοί — ζητητικός disposed to search masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητικοῦ — ζητητικός disposed to search masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”