- κοτυλαῖος
κοτυλαῖος, f. l. für κοτυλιαῖος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτυλαῖος, f. l. für κοτυλιαῖος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτυλαίος — κοτυλαῑος, αία, ον (Μ) [κοτύλη] αυτός που χωρεί σε μια κοτύλη, σε ένα κύπελλο, που είναι ίσος με μια κοτύλη, λιγοστός … Dictionary of Greek
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek