- κοτυλίδιον
κοτυλίδιον, τό, dim. von κοτύλη, Eust. 1521, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτυλίδιον, τό, dim. von κοτύλη, Eust. 1521, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτυλίδιον — κοτυλίδιον, τὸ (Α) [κοτύλη] υποκορ. τού κοτύλη … Dictionary of Greek
κοτυλιδίοις — κοτυλίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek