- κοσμο-φλεγής
κοσμο-φλεγής, ές, die Welt verbrennend, B. A. 1454.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμο-φλεγής, ές, die Welt verbrennend, B. A. 1454.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζαφλεγής — ζαφλεγής, ές (Α) (επικ. επίθ.) 1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρός («ἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης 3. αυτός που λάμπει πολύ, ο… … Dictionary of Greek
κρουσιφλεγής — ές και κρουσίφλογος, η, ο αυτός που αναφλέγεται κατά την κρούση («κρουσιφλεγής οβίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμο φλεγής, πυρι φλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ.… … Dictionary of Greek
ομοφλεγής — ὁμοφλεγής, ές (Α) αυτός που καίει, που φλέγει εκ παραλλήλου ή αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φλεγης (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. κοσμο φλεγής] … Dictionary of Greek
κοσμοφλεγής — κοσμοφλεγής, ές (Μ) αυτός που καταφλέγει, που κατακαίει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φλεγής (< φλέγος, τὸ), πρβλ. βραδυ φλεγής, πυρι φλεγής] … Dictionary of Greek