- κοσμο-φθόρος
κοσμο-φθόρος, die Welt vernichtend, weltzerstörend, βασιλεύς Byz. anath. 16 (XI, 270).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμο-φθόρος, die Welt vernichtend, weltzerstörend, βασιλεύς Byz. anath. 16 (XI, 270).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοφθόρος — λαοφθόρος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, κοσμο φθόρος] … Dictionary of Greek
οικοφθόρος — οἰκοφθόρος, ὁ (Α) ως επίθ. 1. αυτός που κατασπαταλά την οικιακή περιουσία, άσωτος 2. μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. κοσμο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
κοσμοφθόρος — κοσμοφθόρος, ον (ΑM) αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» τον λέοντα [τής Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο φθόρος, ψυχο… … Dictionary of Greek