- κορκορυγέω
κορκορυγέω, ein onomatopoetisches Wort, wohl nur im compositum διακορκορυγέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορκορυγέω, ein onomatopoetisches Wort, wohl nur im compositum διακορκορυγέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γουργουρίζω — και γουργουλίζω 1. κάνω γαργάρα 2. (για στενόλαιμα αγγεία) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο κατά το άδειασμα τού νερού 3. (για τα έντερα) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο λόγω τής μετακινήσεως τών αερίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο γουρ γουρ (πρβλ. αρχ.… … Dictionary of Greek