κορκορυγμός

κορκορυγμός

κορκορυγμός, , dasselbe; Luc. Philopatr. 3; Suid. erkl. ταραχαί


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορκορυγμός — κορκορυγμός, ὁ (Α) [κορκορυγῶ] υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κορκορυγμοί — κορκορυγμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”