- γοργ-ωπός
γοργ-ωπός, mit furchtbarem, grimmigem Blick, σέλας γ. Aesch. Prom. 336; κόραι Eur. Herc. fur. 868; βλεφάρων ἕδρα Rhes. 8; ἀλέκτωρ Mel. 123 (VII, 428).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γοργ-ωπός, mit furchtbarem, grimmigem Blick, σέλας γ. Aesch. Prom. 336; κόραι Eur. Herc. fur. 868; βλεφάρων ἕδρα Rhes. 8; ἀλέκτωρ Mel. 123 (VII, 428).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρσωπός — (I) όν, Α αυτός που έχει φλογερό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + ωπός* (πρβλ. γοργ ωπός)]. (II) όν, Α πυρρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (II), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κατάλ. ωπός*] … Dictionary of Greek
πυρωπός — ή, ό / πυρωπός, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, όμοιος με φωτιά 2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και τού… … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek