- κηρι-τρεφής
κηρι-τρεφής, ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνϑρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρι-τρεφής, ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνϑρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηριτρεφής — κηριτρεφής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.) 2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι (< κήρ [Ι]) + τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο… … Dictionary of Greek