- κοπτικός
κοπτικός, stoßend, schlagend, adv., Hdn. epim. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπτικός, stoßend, schlagend, adv., Hdn. epim. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπτικός — murderous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικός — (I) ή, ό (ΑM κοπτικός, ή, όν) [κόπτω] νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κόβει, αυτός που αναφέρεται στην κοπή ή στην κοπτική (α. «κοπτικά εργαλεία» β. «κοπτική μηχανή») 2. το θηλ. ως ουσ. η κοπτική η τέχνη τής κοπής υφασμάτων ή υποδημάτων … Dictionary of Greek
κοπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπή ή τον κόφτη: Χρειαζόμαστε κοπτικά εργαλεία. 2. τοθηλ., κοπτική ως ουσ., η τέχνη της κοπής των ρούχων για ραφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοπτικά — κοπτικός murderous neut nom/voc/acc pl κοπτικά̱ , κοπτικός murderous fem nom/voc/acc dual κοπτικά̱ , κοπτικός murderous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικῶν — κοπτικός murderous fem gen pl κοπτικός murderous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικόν — κοπτικός murderous masc acc sg κοπτικός murderous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικοῖς — κοπτικός murderous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικοῦ — κοπτικός murderous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικῇ — κοπτικός murderous fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτική — κοπτικός murderous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικήν — κοπτικός murderous fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)