- κοπρ-ώνης
κοπρ-ώνης, ὁ, der Mistpächter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπρ-ώνης, ὁ, der Mistpächter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek